- τανάλια
- η, Ν1. τεχνολ. εργαλείο χειρός, με δύο σκέλη, κατάλληλο κυρίως για εξαγωγή καί κοπή2. ιατρ. κοινή ονομασία τής οδοντάγρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tanaglia].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τανάλια — η (λ. ιταλ.), εργαλείο για εξαγωγή καρφιών, δοντιών κτλ., τσιμπίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δάκνω — (AM) 1. δαγκώνω, πληγώνω με τα δόντια 2. κεντώ, ερεθίζω 3. (για τον νου, το πνεύμα ή την καρδιά) λυπώ, στενοχωρώ («δάκε δὲ φρένας Ἕκτορι μύθος» ο λόγος στενοχώρησε τον Έκτορα) μσν. διαπερνώ, διατρυπώ αρχ. 1. σφίγγω απλώς ή κρατώ κάτι με τα δόντια … Dictionary of Greek
ηλάγρα — η εργαλείο με το οποίο αποσπούμε τα καρφιά, κν. τανάλια, πένσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος + άγρα «ενέργεια τού συλλαμβάνειν». Νεόπλαστο κατά τα αρχ. κρεάγρα «τανάλια κρέατος», πυράγρα «τσιμπίδα τής φωτιάς» κ.ά. Μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγ. Αλ.… … Dictionary of Greek
δαγκάνα — η κάθε εξάρτημα που συλλαμβάνει κάτι σαν να το δαγκάνει, π.χ. η χηλή, η λαβίδα του αστακού, του κάβουρα, η τανάλια, η μασιά: Ο κάβουρας άρπαξε ένα ψάρι με τις δαγκάνες του. – Η τανάλια είναι άχρηστη γιατί χάλασαν οι δαγκάνες της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δαγκάνα — η [δαγκάνω] 1. η κοινή ονομασία τών ποδολαβίδων τών Καρκινοειδών 2. η τανάλια … Dictionary of Greek
δοντάγρα — η (Μ δοντάγρα και δοντάκρα, Α’ όδοντάγρα) λαβίδα, τανάλια, για εξαγωγή δοντιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Το μσν. δοντάγρα < αρχ. οδοντάγρα*] … Dictionary of Greek
μοχλός — Απλή μηχανή, που αποτελείται γενικά από ένα άκαμπτο σώμα με δυνατότητα περιστροφής γύρω από έναν άξονα ή ένα σημείο του άξονα κάτω από την επίδραση δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων (η κάθε μία δηλαδή αντίθετη προς την περιστροφή που θα προκαλούσε η… … Dictionary of Greek
σκαραβαίος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται κοινά πολλά κολεόπτερα έντομα, που θα έπρεπε να περιορίζεται μόνο στους εκπρόσωπους της οικογένειας των Σκαραβαιιδών. Στο παρελθόν, τα έντομα που χαρακτηρίζονταν από τα ελάσματα με τα οποία είναι προικισμένα τα… … Dictionary of Greek
στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… … Dictionary of Greek
ευρυπτερίδες — (eurypterides). Οικογένεια υδρόβιων αρθροπόδων, που έχουν εκλείψει. Τα ζώα αυτά ήταν τα μεγαλύτερα από όλα τα ασπόνδυλα του παλαιοζωικού ή πρωτογενούς αιώνα και συχνά το μήκος του σώματός τους έφτανε τα 2 μ. Ολόκληρο το σώμα τους ήταν καλυμμένο… … Dictionary of Greek